DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
κατάσταση ετοιμότητας για την αντιμετώπιση καταστροφής Gewappnetsein für den Katastrophenfall
κατάσταση έκτακτης ανάγκης Notfall
κατάστάση λειτουργίας Betriebsprotokoll
κατάσταση με μαζικές απώλειες Massenverletzungen
κατάσταση σθένους Valenzzustand
κατάσταση χαρακτηριζόμενη από την χρησιμοποιήση επινοημένης διαλέκτου Idiolalie
κατάστασης ψηφοφορίας Stimmliste
καταστέλλω einschränken
καταστολή των παραβάσεων Verfolgung von Verstößen
καταστολή αξιόποινων πράξεων Bekämpfung von Straftaten
Καταστολή Εχθρικής Αεράμυνας Niederhalten der feindlichen Flugabwehr
καταστρατήγηση' περιγραφή Umgehung
καταστρεπτική ανάλυση ΚΑ nichtzerstörungsfreie Analyse
καταστρεπτική φωτιά Schadenfeuer
καταστροφέας δορυφόρων Jagdsatellit
καταστροφέας δορυφόρων Kampfsatellit
καταστροφέας δορυφόρων Killersatellit
καταστροφήΒέλγιο KatastropheBelgien
καταστροφή του Αrmero Armero-Katastrophe
καταστροφή από εγκαύματα Katastrophe mit vielen Brandverletzten